- καλτσοδέτα
- καλτσοδέτα, η και καλτσοδέτης, οελαστική ταινία με την οποία συγκρατείται η κάλτσα: Δεν έβαλα καλτσοδέτα και μου πέφτουν οι κάλτσες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.